- πολυποδιώδη
- τα, Νβοτ. τάξη πτεριδοφύτων που ανήκει στην κλάση πολυδιόψιδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυαθέα — η βοτ. γένος πτερίδων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής οικογένειας κυαθεΐδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyathea < νεώτ. λατ. cyathea < κυάθειον < κύαθος] … Dictionary of Greek
κυστόπτερις — η βοτ. γένος πτερίδων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystopteris < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) + pteris (< πτέρις)] … Dictionary of Greek
νεφρολεπίς — η βοτ. γένος πτεριδοφύτων τής τάξης πολυποδιώδη και τής οικογένειας πολυποδιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrolepis (< νεφρ[ο] * + λεπίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
πτεριδώδη — τα, Ν βοτ. άλλη ονομασία για τα πολυποδιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. filicales (< λατ. filix, icis «πτέρις»). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ἑλληνικὸς Φιλολογικὸς Σύλλογος Κων/πόλεως] … Dictionary of Greek
σκολοπένδριο — το / σκολοπένδριον, ΝΑ [σκολόπενδρα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες τής τάξης πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη φτέρης, και το οποίο κατά την… … Dictionary of Greek
σχιζαιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη, τής κλάσης πολυποδιόψιδα ή, σύμφωνα με άλλα συστήματα κατάταξης, μοναδική οικογένεια τής τάξης σχιζαιώδη, η οποία περιλαμβάνει 4 γένη και 160 περίπου είδη, τα περισσότερα από τα … Dictionary of Greek
τέμπσκυα — η, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δενδρόμορφων πτεριδοφύτων τού μεσοζωικού αιώνα που ανήκει στην οικογένεια τεμπσκυΐδες τής τάξης πολυποδιώδη … Dictionary of Greek
τριχομανές — το, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος πτεριδοφύτων που ανήκει στην τάξη πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα και περιλαμβάνει 300 περίπου είδη φτέρης τών τροπικών και υποτροπικών, κυρίως, περιοχών αρχ. το φυτό ασπλένιο, κν. γνωστό σήμερα ως πολυτρίχι.… … Dictionary of Greek